θλίβεται

θλίβεται
θλί̱βεται , θλίβω
squeeze
pres ind mp 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • оскърблѧѥмъ — (4*) прич. страд. наст. Притесняемый, угнетаемый: да ѹтѣшить вы х(с)ъ гл҃ѧ къ ѹченикомъ своимъ ѥгд(а) || оскорбѧѥми [так!] бѣша ѿ мира. СбЧуд к. XIV (1), 282в–г; съ единѣ(м) бѣсомь бореть(с) многажды ѿ него оскоръблѧемъ. (ϑλίβεται) ПНЧ к. XIV,… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • θυμαλγής — θυμαλγής, ές (Α) 1. (κυρίως για λόγια) αυτός που θλίβει την ψυχή, που επιφέρει ψυχικό πόνο («λέγων θυμαργέα ἔπεια», Ηρόδ.) 2. αυτός που θλίβεται εσωτερικά («θυμαλγὴς καρδία», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θυμός + αλγής (< άλγος), πρβλ. βαρυ αλγής,… …   Dictionary of Greek

  • πικραντικός — ή, όν, Α [πικραίνω] αυτός που έχει την προδιάθεση να πικραίνεται. επίρρ... πικραντικῶς φρ. «πικραντικῶς διατίθεσθαι» με την προδιάθεση να πικραίνεται, να θλίβεται …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”